ἁλιμυρής

ἁλιμυρής
ἁλῐ-μῡρής, ές, = foreg., Orph.A. 344.
2 salt-surging,

πόντος Epigr.Gr.256

([place name] Cyprus); of the flowing sea,

ἀφρός APl.4.180

(Democr.).
II = ἁλίκλυστος, πέτρη, αἰγιαλοί, A. R. 1.913, Phanocl.1.17.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αλιμυρής — ἁλιμυρής, ές (Α) 1. ο αλιμυρήεις* 2. αλμυρός 3. αυτός που περιβρέχεται, που κατακλύζεται από τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (<ἃλς) + μύρω «στάζω, σταλάζω, ρέω»] …   Dictionary of Greek

  • ἁλιμυρέα — ἁλιμῡρέα , ἁλιμυρής salt surging neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἁλιμῡρέα , ἁλιμυρής salt surging masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιμυρές — ἁλιμῡρές , ἁλιμυρής salt surging masc/fem voc sg ἁλιμῡρές , ἁλιμυρής salt surging neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… …   Dictionary of Greek

  • ἁλιμυρέας — ἁλιμῡρέας , ἁλιμυρής salt surging masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιμυρέες — ἁλιμῡρέες , ἁλιμυρής salt surging masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιμυρέι — ἁλιμῡρέϊ , ἁλιμυρής salt surging dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιμυρέος — ἁλιμῡρέος , ἁλιμυρής salt surging masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”